- Κεράων
- Κεράων, ωνος, ὁ, hero worshipped by cooks at Sparta, Polem.Hist. 40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κεράων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) … Dictionary of Greek
Κεραῶν — Κεραός horned masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραῶν — κεραός horned fem gen pl κεραός horned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράων — κέρας Aër. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεράωνα — Κεράων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gates of horn and ivory — The gates of horn and ivory are, in the earliest recorded instances of the use of the image, the portals through which dreams, true or false, come.In the OdysseyThe earliest appearance of the image is in the Odyssey, book 19, lines 560 569. There … Wikipedia
EBUR — Veteribus multiplici in usu, in simulacris, quibus effingerent Deos. Hienim ut plurimum ex ebore, Ovid. Metam. l. 15. v. 792. Mille locis lacrimavit ebur Et de Arte Am. l. 1. v. 147. At cum pompe frequens caelestibus ibit eburnis. Seneca Thyeste… … Hofmann J. Lexicon universale
έρνος — ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α) 1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1. στον πληθ. τά ἔρνεα τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές… … Dictionary of Greek
ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek